- ψυχεδέλεια
- η, Νο ψυχεδελισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. psychedelia (< ψυχή + δήλος «φανερός, πρόδηλος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχεδελικός — ή, ό, Ν [ψυχεδέλεια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψυχεδελισμό 2. (φαρμ.) χαρακτηρισμός μιας κατηγορίας παραισθησιογόνων φαρμακευτικών ουσιών, οι οποίες, δρώντας στο κεντρικό νευρικό σύστημα, λέγεται ότι αποκαλύπτουν, διευρύνοντας και… … Dictionary of Greek
ψυχεδελισμός — ο, Ν 1. ονειρική κατάσταση ατόμου, που βρίσκεται σε εγρήγορση, κατάσταση προκαλούμενη από τη λήψη ψυχεδελικών ουσιών, δηλαδή παραισθησιογόνων, ιδίως LSD 2. (κατ επέκτ.). τεχνική φωτισμού και ήχου που υποτίθεται ότι εκφράζει ή δημιουργεί… … Dictionary of Greek
Ντορς — (Τhe Doors). Αμερικάνικο συγκρότημα της ροκ μουσικής που σχηματίστηκε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια τη δεκαετία του 1960. Απαρτιζόταν από τους Τζιμ Μόρισον (στίχοι, φωνητικά), Ρέι Μάνζαρεκ (πλήκτρα), Ρόμπι Κρίγκερ (κιθάρα) και Τζον Ντένσμορ… … Dictionary of Greek